- αμβλεία γωνία
- Κάθε γωνία που είναι μεγαλύτερη από μία ορθή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
μπούμερανγκ — (boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε… … Dictionary of Greek
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη … Dictionary of Greek
φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
αμβλυγώνιος — α, ο αυτός που έχει αμβλεία γωνία: Το τρίγωνο αυτό είναι αμβλυγώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
αμβλύς, -εία, -ύ — 1. αυτός που δεν είναι οξύς, κοφτερός: Το μαχαίρι είναι πια αμβλύ. 2. (στη γεωμετρία), η μεγαλύτερη από την ορθή γωνία λέγεται αμβλεία. 3. αδυνατισμένος, άτονος: Η ακοή του είναι πια αμβλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek